- καρφοποιός
- οαυτός που κατασκευάζει καρφιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μελο-ποιός, φανο-ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.